Ο Jon Lord, συνιδρυτής των Deep Purple έφυγε σε ηλικία 71 ετών.
Ο θρυλικός μουσικός, άφησε την τελευταία του πνοή σε κλινική του Λονδίνου, έπειτα από πνευμονική επιπλοκή. Ο μουσικός στο πλευρό του είχε την οικογένειά του η οποία μετά τον θανατό του έβγαλε την εξής ανακοίνωση: «Ο Jon πέρασε από το σκοτάδι στο φως».
Ο Lord έπαιζε πλήκτρα στους Deep Purple και ήταν συνθέτης μερικών από τα πιο γνωστά τραγούδια στην ιστορία του συγκροτήματος, αλλά και της μουσικής γενικότερα, μεταξύ των οποίων τα “Child In Time”, “Highway Star”, “Burn”, “Space Truckin” και “When A Blind Man Cries”. Πέρασε και από τους Whitesnake, ενώ ακολούθησε και solo καριέρα.
Ο Τζον Λορντ (Jon Lord) - Τζόναθαν Ντάγκλας Λορντ το πλήρες όνομά του - γεννήθηκε στις 9 Ιουνίου 1941 στο Λέστερ της Αγγλίας, σπούδασε κλασικό πιάνο από την ηλικία των πέντε ετών.
Στα εφηβικά του χρόνια τη δεκαετία του '50 επηρεάστηκε από τα μουσικά κινήματα του ροκ εντ ρολ και του R&B και ιδιαίτερα από τους πιανίστες και οργανίστες Τζίμι ΜακΓκριφ και Τζέρι Λι Λιούις. Αποφοίτησε με άριστα από το μουσικό σχολείο του Λέστερ και για δύο χρόνια εργάστηκε ως υπάλληλος σε δικηγορικό γραφείο της γενέτειράς του.
Το 1959 μετακόμισε στο Λονδίνο και γράφτηκε σε δραματική σχολή. Για να πληρώνει τα δίδακτρά του έπαιζε όργανο (Hammond) σε μπλουζ και τζαζ σχήματα, ενώ το 1964 συμμετείχε στην ηχογράφηση της μεγάλης επιτυχίας των Kinks You Really Got Me. Το 1967 σχημάτισε το δικό του συγκρότημα Santa Barbara Machine Head, με κιθαρίστα τον Ρον Γουντ, που αργότερα έκανε μεγάλη καριέρα με τους Rolling Stones. Έπαιζαν ηλεκτρικό μπλουζ και ο συνδυασμός οργάνου και κιθάρας αποδείχτηκε καθοριστικός στη διαμόρφωση του ήχου του Λορντ και αποτέλεσε αργότερα το σήμα-κατατεθέν των Deep Purple.
Την ίδια χρονιά γνωρίστηκε με τον μπασίστα Νίκ Σίμπερ, με τον οποίον ίδρυσε τους Deep Purple τον επόμενο χρόνο, με τη βοήθεια του επιχειρηματία Τόνι Έντουαρντς και τη συμμετοχή των ταλαντούχων μουσικών Ρίτσι Μπλάκμορ (κιθάρα), Ροντ Έβανς (τραγούδι) και Ιαν Πέις (ντραμς). Το συγκρότημα γνώρισε αμέσως επιτυχία με «κλασσικά» άλμπουμ, όπως τα In Rock (1970), Fireball (1971), Machine Head (1972) και Burn (1974) κι έγινε από τους πιονιέρους του χαρντ ροκ και του χέβι μέταλ, μαζί με τους Led Zeppelin και Black Sabbath.
Οι μουσικοί έρχονταν και παρέρχονταν, αλλά ο Λορντ με τον Πέις παρέμεναν οι σταθερές των Deep Purple, μέχρι την πρώτη διάλυση το 1976, εξαιτίας των έντονων διαφωνιών στους κόλπους του συγκροτήματος. Σε αντίθεση με άλλα ροκ συγκροτήματα, οι Deep Purple φλέρταραν με την κλασσική μουσική χάρις στον Λορντ. Το Κοντσέρτο για ροκ γκρουπ και ορχήστρα, που ηχογράφησαν στο Άλμπερτ Χολ του Λονδίνου το 1969, είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έργα τους.
Το ισοδύναμο πάθος του για το στομφώδες ροκ και τη φινετσάτη κλασσική μουσική έκαναν τον Λορντ ένα τόσο ασυνήθιστο μουσικό. Μπόλιασε τα τραγούδια των Deep Purlpe με κλασικές επιρροές. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, το 12λεπτο April από το άλμπουμ Deep Purple III του 1969. Το παίξιμό του στο όργανο ήταν μοναδικό και κοπιαρίστηκε από πολλούς ομοτέχνους του. Οι μουσικές αναφορές του ξεκινούν από τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, διαπερνούν τη μεσαιωνική μουσική και καταλήγουν στην αγγλική μουσική παράδοση του Έντουαρντ Έλγκαρ.
Μετά τη διάλυση των Deep Purple, ο Τζον Λορντ σχημάτισε τους βραχύβιους Paice, Ashton & Lord, μαζί με τον τραγουδιστή Τόνι Άστον και τον ντράμερ των Deep Purple, Ίαν Πέις. Το συγκρότημα ηχογράφησε ένα άλμπουμ με τίτλο Malice in Wonderland, προτού διαλυθεί το 1977. Ο Λορντ συνέχισε στους Whitesnake, το συγκρότημα που ίδρυσε ο Ντέβιντ Κοβερντέιλ (πρώην τραγουδιστής των Deep Purple) και το 1984 δήλωσε «παρών» στην αναβίωση των Deep Purple, στους οποίους παρέμεινε έως το 2002.
Παράλληλα, ακολούθησε και σόλο καριέρα, ενώ συμμετείχε και σε άλμπουμ άλλων μουσικών. Από τα προσωπικά του άλμπουμ ξεχωρίζουν τα Pictured Within (1998), Beyond The Notes (2004) και Durham Concerto (2008). Το 2011 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ μουσικής από το Πανεπιστήμιο του Λέστερ.
Ότι και να πούμε γι’ αυτόν τον καταπληκτικό μουσικό δεν έχει νόημα, αφού τα έργα του και η τεράστια κληρονομιά που μας αφήνει, θα πλουτίζουν τις δισκοθήκες μας και θα ομορφαίνουν τις στιγμές μας.
Καλό ταξίδι Mr. Lord