«Δύο χρόνια πριν, όταν μιλούσα για το σχέδιο των Mongrel, σύσσωμος ο Τύπος με αποκαλούσε ανόητο. Τώρα με αποκαλούν οραματιστή. Ξαφνικά συνειδητοποίησαν ότι η ζωή τους γίνεται όλο και πιο σκατά. Και καθώς ακούνε το άλμπουμ, μου δίνουν δίκιο. Πραγματικά πιστεύω ότι η μουσική μπορεί να αλλάξει τα πράγματα. Αν δεν το πίστευα, θα τα παρατούσα».
Ο Τζον Μακ Κλιουρ, από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, μιλάει για τους Mongrel καταιγιστικά και επιθετικά, σαν τη μουσική τους. Και παρουσιάζει τη νεοσύστατη κολεκτίβα, που ενώνει το ροκ με το χιπ χοπ και τη ρέγκε, σπέρνει πολιτικά μηνύματα και το ντεμπούτο της «Better Than Heavy» κυκλοφορεί την Τρίτη. «Mongrel σημαίνει μούλος, μπάσταρδος», λέει για το όνομά της. «Για τους Βρετανούς είναι ένα υποτιμητικό επίθετο για τους μιγάδες. Για μένα, είναι τίτλος τιμής». Ηγέτης των Reverend and The Makers, ο Τζον Μακ Κλιουρ έφτιαξε τους Mongrel με μουσικούς από μπάντες της ανεξάρτητης σκηνής. Συμμετέχουν ο πρώην μπασίστας των Arctic Monkeys Αντι Νίκολσον και ο ντράμερ τους Ματ Χέλντερς, ο μπασίστας των Babyshables Ντριου Μακ Κόνελ και ο ράπερ Lowkey από τους Poison Poets.«Πήρα τους φίλους μου και κάναμε μια κολεκτίβα επειδή ήθελα έναν ήχο φούζιον από διαφορετικά είδη. Οι Βρετανοί θέλουν να θέτουν στη μουσική όρια. Εγώ έσπασα το φράγμα της ποπ, μια νοοτροπία, που όλοι παίζουν την ίδια και απαράλλακτη μουσική για να βγάλουν λεφτά». Ετσι δημιούργησε έναν νέο ήχο. «Ηθελα να παίζουμε μια μουσική με επιρροές από την Τζαμάικα, τη ρέγκε και την νταμπ, αλλά και το βρετανικό χιπ χοπ. Γιατί το χιπ χοπ έχει αγνοηθεί εντελώς, σε αντίθεση με το ροκ και την ποπ. Φτιάχνουμε αυτό το ροκ-χιπ χοπ- ντραμ εν μπέιζ-τζανγκλ ήχο και δεν φοβόμαστε να μιλήσουμε στους στίχους για θέματα που δύσκολα αγγίζει η μουσική σκηνή».
Δηλαδή; Τον πόλεμο στο Ιράκ, την προπαγάνδα των ΜΜΕ, τη ζωή σε ένα κράτος όπου ελέγχεται κάθε σου κίνηση. «Ούτε μια φωνή δεν αντιτίθεται σε όλα αυτά», υποστηρίζει. «Τα τελευταία χρόνια, το ροκ δεν ασχολείται με την πολιτική ή την κοινωνία. Αγνοεί τα εγκλήματα πολέμου στο Ιράκ, την πείνα των παιδιών στην Αφρική. Παλιά είχαμε τον Τζον Λένον, τον Μπομπ Μάρλεϊ, τον Τζο Στράμερ. Τώρα δεν μιλάει κανείς».Ετσι μιλάνε οι Mongrel μέσα από το «Better Than Heavy», τίτλο που πάρθηκε από προπαγανδιστική φράση του αμερικανικού στρατού. «Αυτό που θέλω να δημιουργήσω με το άλμπουμ», λέει ο Μακ Κλιουρ, «είναι μια αντίδραση των πολιτών απέναντι σε ό,τι τους κλέβει την αλήθεια. Να συνειδητοποιήσουν τον μηχανισμό ελέγχου της σκέψης από τα ΜΜΕ. Εχουμε υποφέρει πολύ καιρό από το ψέμα». Φταίει, βέβαια, και η μουσική βιομηχανία. «Οι δισκογραφικές εταιρείες είναι γεμάτες χοντρούς λευκούς άντρες. Αυτοί είναι ο εχθρός. Δεν υπάρχουν ούτε μαύροι ούτε γυναίκες. Μόνο άνδρες με πτυχία μάνατζμεντ που προωθούν ανώδυνες ροκ μπάντες και τραγούδια για γκόμενες, μεθύσια και καβγάδες. Αγνοούν όλα τα νέα ρεύματα, όπως το dubstep. Και πιστεύουν ότι μουσική είναι η μπριτ ποπ που ξεπατικώνει τη μουσική του '60 και τώρα η ροκ αναγέννηση που αντιγράφει τη δεκαετία του '70. Αυτή η μουσική είναι φύσει περιορισμένη, μιμείται το παρελθόν, δεν προχωράει μπροστά. Αν η αυθεντική μουσική ξεπηδάει από την καρδιά σου, εκείνη ξεπηδάει από τις τσέπες των χοντρών λευκών μάνατζερ». Ακόμα και το Ιντερνετ για τον Μακ Κλιουρ είναι κάτω από τον έλεγχο της μουσικής ολιγαρχίας. «Ουσιαστικά τα πάντα ελέγχονται. Πρέπει να είσαι αφελής για να πιστεύεις ότι το Ιντερνετ με τα διάφορα σάιτς, όπως το myspace ή το youtube, είναι τόπος ελευθερίας. Οι Radiohead έδωσαν το άλμπουμ στο Ιντερνετ. Εμείς θα το δώσουμε δωρεάν σε εφημερίδες που θεωρούμε ανεξάρτητες. Ετσι η φωνή μας θα φτάσει σε μισό εκατομμύριο ανθρώπους. Αυτή είναι ριζοσπαστική κίνηση. Γιατί πιστεύω ότι φτιάξαμε ένα ρηξικέλευθο άλμπουμ, αλλά δεν πρόκειται να μπούμε ποτέ στα εξώφυλλα των περιοδικών». Για τον Μακ Κλιουρ το μέλλον ανήκει σε μπάντες σαν τους Mongrel. «Ηρθαμε για να μείνουμε», λέει. Και ετοιμάζει το επόμενο σχέδιό του. «Σε λίγες μέρες θα πάμε στη Βενεζουέλα με τον Μπαάμπα Μαλ,τον Σενεγαλέζο μουσικό. Θα συναντήσουμε τον Τσάβες και θα παίξουμε με τους τοπικούς μουσικούς. Ο Τσάβες πουλάει πετρέλαιο και δίνει λεφτά στον πολιτισμό. Γι' αυτό και τώρα η μουσική σκηνή παρουσιάζει μια άνθηση και είναι αντάξια πλέον αυτών της Κούβας και της Τζαμάικας. Ετσι, θα κάνουμε κάτι αντίστοιχο με το Buena Vista Social Club για τη μουσική σκηνή της Βενεζουέλας».
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
28/02/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου